πρωτοφανής

πρωτοφανής
-ές, ΝΑ
αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά
νεοελλ.
συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»).
επίρρ...
πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ
με πρωτοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -φανής (< φαίνω/ φαίνομαι), πρβλ. πολυ-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πρωτοφάνης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτοφάνης masc nom sg Πρωτοφάνης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανής — appearing first masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και πρωτοφάνερος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά έγινε ή παρουσιάστηκε, φάνηκε, αλλ. πρωτόφαντος, καταπληκτικός: Πρωτοφανής τόλμη. – Πρωτοφανής αναίδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοφανῆ — πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτοφανής appearing first masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανεῖ — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανεῖς — πρωτοφανής appearing first masc/fem acc pl πρωτοφανής appearing first masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανές — πρωτοφανής appearing first masc/fem voc sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανέστατον — πρωτοφανής appearing first masc acc superl sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτοφανῶν — Πρωτοφάνης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανῶν — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”